Η νικοτίνη είναι μια φυσική φαρμακευτική ουσία, που υπάρχει σε όλες τις μορφές καπνού και συγκεντρώνει πολλά από τα φαρμακολογικά χαρακτηριστικά των κλασικών εξαρτησιογόνων ουσιών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όλα τα προϊόντα καπνού είναι εξαρτησιογόνα και βρίσκονται στην ίδια ευρύτερη κατηγορία με ουσίες όπως η κοκαΐνη και τα οπιοειδή στο διεθνές σύστημα κατάταξης νοσημάτων ICD-10.

Όταν κάποιος ανάβει για πρώτη φορά τσιγάρο, μπορεί να αισθανθεί ναυτία, ζαλάδα ή πονοκέφαλο. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και καθώς ο καπνιστής εθίζεται στο κάπνισμα, εξοικειώνεται στην επίδραση της νικοτίνης στον οργανισμό του. Η συστηματική λήψη νικοτίνης οδηγεί στην αύξηση των νικοτινικών υποδοχέων στον εγκέφαλο. Ο καπνιστής χρειάζεται πλέον ολοένα και μεγαλύτερη ποσότητα νικοτίνης, προκειμένου απλώς να διατηρούνται σταθερά τα επίπεδα ντοπαμίνης. Πρόκειται για το φαινόμενο της ανοχής.

H ανοχή σχετίζεται με την ανάγκη του καπνιστή για μεγαλύτερη ποσότητα νικοτίνης προκειμένου να βιώσει την ίδια ικανοποίηση που στο παρελθόν βίωνε με λιγότερα τσιγάρα. Το καθημερινό κάπνισμα έχει ως συνέπεια ο οργανισμός μας να προσαρμόζεται σε συγκεκριμένα επίπεδα νικοτίνης κι έτσι χωρίς να το συνειδητοποιεί ο καπνιστής αυξάνει τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει προκειμένου να διατηρηθούν τα επίπεδα της νικοτίνης στο αίμα στο βαθμό, στον οποίο ο οργανισμός έχει προσαρμοστεί. Η εξοικείωση του οργανισμού στις δυσάρεστες επιδράσεις της νικοτίνης επιτρέπει στον καπνιστή να επικεντρώνεται στις ευχάριστες επιδράσεις που η νικοτίνη συνεπάγεται.

Όπως γίνεται λοιπόν κατανοητό, ο οργανισμός ενός καπνιστή μαθαίνει να λειτουργεί με συγκεκριμένα επίπεδα νικοτίνης στο αίμα. Είναι σημαντικό να γνωρίζετε, ότι μέσω της εισπνοής νικοτίνης με τη μορφή του καπνού, η νικοτίνη επιδρά ταχύτατα,  μόλις σε 7 δευτερόλεπτα, στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ένα τσιγάρο περιέχει συνήθως κατά προσέγγιση 0,5 με 1 g καπνού και 10 mg νικοτίνης. Ένα τσιγάρο καπνίζεται κατά κανόνα σε 10 puffs και σε χρονικό διάστημα 5 λεπτών. Με την εισπνοή του καπνού του τσιγάρου, ο καπνιστής προσλαμβάνει συνήθως 1-2mg νικοτίνης, όμως η πρόσληψη αυτή μπορεί να κυμαίνεται από 0,5 mg έως 3 mg. Η περιεκτικότητα της νικοτίνης στο αίμα και κατά συνέπεια η επίδρασή της στον οργανισμό αυξάνει σταδιακά και σταθεροποιείται σε περίπου 30 λεπτά από την εισδοχή της στον εγκέφαλο, με τα επίπεδα να παραμένουν αυξημένα και σταδιακά να μειώνονται σε πολύ σημαντικό βαθμό 1-2 ώρες μετά το τελευταίο τσιγάρο, είτε αυτό αποτελεί το τελευταίο τσιγάρο πριν τη διακοπή, είτε παρεμβάλλεται ένα φυσιολογικό ενδιάμεσο χρονικό κενό μεταξύ 2 τσιγάρων. Τότε, ο καπνιστής αισθάνεται πολύ έντονα την επιθυμία να καπνίσει.

Η νικοτίνη, μέσω της πνευμονικής κυκλοφορίας, φτάνει όπως ήδη αναφέρθηκε, σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα στις περιοχές δράσης της στον εγκέφαλο. Αν και η νικοτίνη ταξινομείται ως διεγερτικό φάρμακο, μπορεί να ενεργήσει τόσο ως διεγερτικό όσο και ως κατασταλτικό. Ως διεγερτικό, φαίνεται ότι οδηγεί σε ενίσχυση της προσοχής, της μνήμης, της επεξεργασίας πληροφοριών και της μάθησης, ενώ ως κατασταλτικό μειώνει το συναίσθημα της κατάθλιψης. Γι’ αυτό και οι καπνιστές συχνά αναφέρουν ότι το κάπνισμα τους βοηθάει να συγκεντρώνονται καλύτερα, ενώ αισθάνονται έντονα την επιθυμία να καπνίσουν όταν αισθάνονται αγχωμένοι ή έχουν αρνητική διάθεση.

Ωστόσο είναι σημαντικό να σημειωθεί πως το αίσθημα αυξημένης ευχαρίστησης και μειωμένου θυμού, έντασης, καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και άγχους που αναφέρουν οι καπνιστές μετά το άναμμα του τσιγάρου, καθώς και η αυξημένη συγκέντρωση δεν οφείλονται μόνο στην επίδραση της νικοτίνης στον εγκέφαλο αλλά και στην ανακούφιση από τα συμπτώματα στέρησης. Πιο συγκεκριμένα, η νικοτίνη δίνει την αίσθηση ότι χαλαρώνει και βοηθάει στη διαχείριση του άγχους, διότι απομακρύνει τις δυσάρεστες αισθήσεις που βιώνει ο οργανισμός από την έλλειψή της. Όταν η νικοτίνη στο αίμα πέφτει σε χαμηλά επίπεδα εμφανίζονται τα συμπτώματα στέρησης, μεταξύ των οποίων είναι η κακή διάθεση, η μειωμένη συγκέντρωση και η νευρικότητα. Καπνίζοντας αυξάνονται τα επίπεδα νικοτίνης και μειώνονται τα συμπτώματα στέρησης. Επομένως, το κάπνισμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ικανοποιείται ο εθισμός στη νικοτίνη.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η νικοτίνη επηρεάζει, επίσης, το μεταβολισμό ελαττώνοντας την όρεξη για φαγητό και αυξάνοντας τον μεταβολικό ρυθμό. Με τη διακοπή του καπνίσματος, ο πρώην καπνιστής μπορεί να αυξήσει το σωματικό του βάρος κατά 2,5 έως 4 κιλά.

 


Στην πραγματικότητα, η καπνιστική συμπεριφορά συντηρείται τόσο μέσω της σωματικής εξάρτησης από την νικοτίνη όσο και μέσω της εδραίωσης της ψυχολογικής εξάρτησης από το κάπνισμα. Και οι δύο μορφές εξάρτησης συντηρούν την καπνιστική συμπεριφορά και καθιστούν τη διακοπή του καπνίσματος λίγο πιο σύνθετη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για:

  • Τη σωματική έξη για νικοτίνη (σωματική εξάρτηση).
  • Την αυτοματοποίηση του καπνίσματος σε συγκεκριμένες καταστάσεις (ψυχολογική εξάρτηση).
  • Τις ευχάριστες συνέπειες του καπνίσματος (ψυχολογική εξάρτηση).
  • Τις πεποιθήσεις για τις ευχάριστες επιδράσεις που αναμένει ο καπνιστής να αντλήσει από την καπνιστική συνήθεια και τις αρνητικές προσδοκίες για τις συνέπειες της αποστέρησης του καπνίσματος (ψυχολογική εξάρτηση).

Μια θεραπεία διακοπής του καπνίσματος είναι πιο αποτελεσματική, όταν λαμβάνει υπόψη όλες τις ουσιαστικές πτυχές της εξάρτησης από το τσιγάρο, τόσο δηλαδή τη σωματική εξάρτηση από τη νικοτίνη όσο και την ψυχική εξάρτηση που παίρνει τη μορφή συνήθειας. Οι δυο αυτές μορφές εξάρτησης απαντούν στο ερώτημα, γιατί οι άνθρωποι διατηρούν τη συμπεριφορά του καπνίσματος παρά του γνωστούς κινδύνους και επιπτώσεις στην υγεία τους.

Η ψυχολογική εξάρτηση από το κάπνισμα ερμηνεύεται μέσω της θεωρίας της συμπεριφοράς, η οποία  στηρίζεται σε δυο βασικές αρχές της μάθησης, την κλασική εξαρτημένη μάθηση και τη συντελεστική μάθηση.

Στην κλασική εξαρτημένη μάθηση, μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, όπως αυτή του καπνίσματος, συνδέεται με ένα ουδέτερο ερέθισμα. Ως ουδέτερα ερεθίσματα μπορούν να θεωρηθούν, η θέα του πακέτου με τα τσιγάρα, τα τασάκια, το αίσθημα χαλάρωσης μετά το φαγητό κ.τ.λ. Με τη συνεχή επανάληψη της ακολουθίας «ερέθισμα-κάπνισμα ως συμπεριφορά» δημιουργείται μια σύνδεση, ώστε το κάπνισμα να προκαλείται «αυτόματα» πια από το εξαρτημένο πια σε αυτήν ερέθισμα. Χωρίς λοιπόν να το συνειδητοποιεί ο καπνιστής, ανάβει τσιγάρο σε συγκεκριμένες καταστάσεις, που λειτουργούν πια ως ερεθίσματα που πυροδοτούν την ανάγκη για κάπνισμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως συνδέουμε το κάπνισμα με πολλές από τις καθημερινές και κοινωνικές μας δραστηριότητες ή ρουτίνες, η εμπλοκή στις οποίες πυροδοτεί αυτόματα την ανάγκη για κάπνισμα. Για παράδειγμα, ο καπνιστής συνδέει το τσιγάρο με ένα φλιτζάνι καφέ ή με την ομιλία στο τηλέφωνο. Ακόμη, μπορεί αυτόματα να ανάψει τσιγάρο με τη μυρωδιά και μόνο του καφέ ή το κουδούνισμα του τηλεφώνου, στη θέα ενός αντικειμένου όπως ο αναπτήρας ή το τασάκι, στην παρέα με συγκεκριμένα άτομα με τα οποία συνήθως καπνίζει ή επιτελώντας καθημερινές δραστηριότητες όπως το διάβασμα, ο υπολογιστής, η οδήγηση κ.α.. Ως εξαρτημένα ερεθίσματα για κάπνισμα μπορεί να λειτουργήσουν ακόμη και συγκεκριμένα συναισθήματα, όπως θυμός, χαρά και λύπη τα οποία πυροδοτούν, ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής εξάρτησης, την αυτόματη επιθυμία για κάπνισμα. Οι περισσότεροι καπνιστές καπνίζουν τσιγάρα χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται, σχεδόν αυτόματα.

Ως συντελεστική μάθηση νοείται η μάθηση από τις συνέπειες των πράξεων. Οι συμπεριφορές που ακολουθούνται από ευχάριστες συνέπειες, εμφανίζονται πιο συχνά από εκείνες που ακολουθούνται από ουδέτερες ή αρνητικές συνέπειες. Στο κάπνισμα οι θετικές συνέπειες εμφανίζονται πολύ γρήγορα λόγω της επίδρασης της ίδιας της νικοτίνης στον ανθρώπινο οργανισμό. Η νικοτίνη δρα ως ουσιοεξαρτητική ουσία και προκαλεί εθισμό στον ανθρώπινο οργανισμό. Μέσω των πνευμόνων και του κυκλοφορικού συστήματος επιδρά σε λιγότερο από 10 δευτερόλεπτα στον εγκέφαλο. Η νικοτίνη ενεργοποιεί το συμπαθητικό σύστημα με συνακόλουθη απελευθέρωση των νευροδιαβιβαστών, οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάρτηση από την νικοτίνη και στην εμφάνιση συμπτωμάτων στέρησης. Σε αυτούς τους νευροδιαβιβαστές συμπεριλαμβάνονται: α) η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη, οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με την πρόκληση ευχαρίστησης και ανορεξίας, β) η ακετυλοχολίνη, που μπορεί να επιδρά στη βελτίωση της μνήμης, γ) η βήτα-ενδορφίνη, που είναι πιθανό να σχετίζεται με την μείωση του άγχους και της νευρικότητας. Ο καπνιστής έχει την τάση να επαναλάβει την ευχάριστη επίδραση και έτσι ξεκινά ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης. Στο σημείο αυτό συνεμφανίζονται η σωματική και η ψυχολογική εξάρτηση. Η ανάγκη για νικοτίνη αποτελεί τη σωματική αιτία για το κάπνισμα και σηματοδοτεί σωματική εξάρτηση και η ικανοποίηση της ανάγκης αυτής συνιστά μια ευχάριστη συνέπεια που ενισχύει την ψυχολογική εξάρτηση από το κάπνισμα.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι γνωστικές διαδικασίες που μεσολαβούν. Πρόκειται για την προσδοκία της ευχαρίστησης του ατόμου μέσω του καπνίσματος και τον υπερβολικό φόβο του για τις καταστροφικές συνέπειες, που θα του προκαλέσει η στέρηση του καπνίσματος.

Οι καπνιστές δεν γεννήθηκαν καπνιστές, έμαθαν τη συμπεριφορά αυτή με το πέρασμα του χρόνου. Για τη διακοπή του καπνίσματος πιο σημαντικές δεν είναι οι αιτίες που κάποιος ξεκίνησε το κάπνισμα, αλλά οι συνθήκες, οι οποίες διατηρούν αυτή τη συνήθεια. Χρειάστηκε καιρό για να γίνει κάποιος καπνιστής. Έτσι χρειάζεται καιρός και για να μάθει κάποιος να ζει χωρίς το τσιγάρο.

 


Τα στερητικά συμπτώματα που προκαλεί η αποχή από το κάπνισμα σε έναν καπνιστή, είναι τόσο σωματικά/οργανικά όσο και συναισθηματικά. Συνήθως, εμφανίζονται 2-24 ώρες μετά το τελευταίο τσιγάρο και είναι πιο έντονα κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας μετά τη διακοπή. Ωστόσο, τα συμπτώματα στέρησης μπορούν να επιμείνουν από μερικές ημέρες μέχρι μερικές εβδομάδες (1-2 μήνες).

Τα κύρια συμπτώματα στέρησης μπορεί να είναι συναισθηματικά, σωματικά και γνωστικά. Συχνά παρατηρούνται: έντονη επιθυμία για κάπνισμα, διαταραχές στη διάθεση (οξυθυμία, νευρικότητα, ανησυχία, κακή-καταθλιπτική διάθεση), δυσκολία συγκέντρωσης, αίσθημα πείνας/αύξηση της όρεξης, πονοκέφαλος, διαταραχές του ύπνου (δυσκολία στον ύπνο, πολύ πρωινό ξύπνημα, συχνές διακοπές στον ύπνο), δυσκοιλιότητα/διάρροια, πονόλαιμος/βήχας. Τα συμπτώματα αυτά αποτελούν τη μεγαλύτερη δυσκολία για όσους θέλουν να κόψουν το κάπνισμα.

Όλοι οι καπνιστές που διακόπτουν το κάπνισμα δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που εμφανίζουν ήπια συμπτώματα ή μερικά μόνο από αυτά. Το αν θα βιώσει κανείς ή όχι συμπτώματα στέρησης και σε ποιο βαθμό, εξαρτάται από τα χρόνια που είναι κάποιος καπνιστής, την ημερήσια κατανάλωση των τσιγάρων και τη συχνότητα του καπνίσματος και μπορεί να διαφέρει μεταξύ των ατόμων. Η εμφάνισή τους αποτελεί ένδειξη σωματικής εξάρτησης από τη νικοτίνη. Για την ανακούφιση των στερητικών συμπτωμάτων συνίσταται, κατά τη διαδικασία διακοπής, η σταδιακή μείωση της προσλαμβανόμενης νικοτίνης και η υιοθέτηση γνωσιακού και συμπεριφοριστικού τύπου παρεμβάσεων παράλληλα με χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων.

 


Είναι αλήθεια ότι αν και η νικοτίνη ταξινομείται ως διεγερτικό φάρμακο, μπορεί να έχει κατασταλτικές ιδιότητες και να επιδρά στην ανακούφιση από το άγχος και την ευερεθιστότητα. Αυτή η φαρμακολογική επίδραση της νικοτίνης αποτελεί έναν από τους λόγους που οι καπνιστές συχνά αναφέρουν ότι το κάπνισμα τους ανακουφίζει από το άγχος και ότι αισθάνονται περισσότερο την επιθυμία να καπνίσουν ως απάντηση σε αγχωτικές καταστάσεις ή σε αρνητική διάθεση.

Ωστόσο, ως επί το πλείστον, το αίσθημα χαλάρωσης που βιώνουν οι καπνιστές μετά το άναμμα του τσιγάρου συνδέεται με τη σωματική εξάρτηση από τη νικοτίνη. Πιο συγκεκριμένα, ήδη 30΄ μετά το τελευταίο τσιγάρο, τα επίπεδα της νικοτίνης στο αίμα πέφτουν σημαντικά. Ο καπνιστής από τη στιγμή εκείνη, ήδη εμφανίζει συμπτώματα στέρησης από τη νικοτίνη (ευερεθιστότητα, νευρικότητα, ανησυχία, κακή διάθεση κ.τ.λ.). Ανάβοντας και πάλι τσιγάρο, τα επίπεδα της νικοτίνης στο αίμα ανεβαίνουν, τα συμπτώματα στέρησης αντιμετωπίζονται επιτυχώς και ο καπνιστής εισπράττει θετικά συναισθήματα, όπως χαλάρωση και ηρεμία. Συνεπώς, το τσιγάρο μειώνει την κακή διάθεση που δημιουργείται από την έλλειψη νικοτίνης και η επίδραση του αυτή οφείλεται στην ικανοποίηση του εθισμού που το ίδιο το κάπνισμα δημιουργεί. Καπνίζοντας αυξάνονται τα επίπεδα νικοτίνης και μειώνεται η νευρικότητα και το άγχος. Επομένως, το κάπνισμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ικανοποιείται ο εθισμός στη νικοτίνη και η απόλαυση που δημιουργείται είναι αποτέλεσμα της ικανοποίησης αυτού του εθισμού.

Παράλληλα, συνέπεια της φαρμακολογικής διεγερτικής επίδρασης της νικοτίνης μπορεί να είναι και η ενίσχυση της προσοχής, της μνήμης και της επεξεργασίας πληροφοριών που βιώνει ο καπνιστής. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, το αίσθημα συγκέντρωσης και αυξημένης γνωστικής απόκρισης που βιώνουν οι καπνιστές μετά το άναμμα του τσιγάρου, συνδέεται με την εξάρτηση από τη νικοτίνη. Έτσι, ως συνέπεια του καπνίσματος και της εισπνοής νικοτίνης, ο καπνιστής αισθάνεται αυξημένο αίσθημα συγκέντρωσης, διότι απομακρύνονται έτσι οι δυσάρεστες αισθήσεις που βιώνει ο οργανισμός από την έλλειψή της, όπως η δυσκολία στη συγκέντρωση και στη μνήμη. Στην πραγματικότητα είναι χρήσιμο να γνωρίζετε ότι το κάπνισμα, μακροπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση των γνωστικών μας λειτουργιών, δηλαδή της γνωστικής μας ετοιμότητας και ανταπόκρισης.


Στην πραγματικότητα, οι μη καπνιστές δεν αισθάνονται ούτε ευχαρίστηση ούτε αυξημένη πνευματική απόκριση, όταν εισπνέουν νικοτίνη. Εάν σταματήσετε το κάπνισμα, θα αντιληφθείτε ότι δεν θα το έχετε πια ανάγκη για να νιώσετε χαλαρά και ευχάριστα και να ανταποκριθείτε επιτυχώς στις καθημερινές σας υποχρεώσεις. Με την αποχή από το κάπνισμα και την επιτυχή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων στέρησης (συμπεριφοριστικά ή/και φαρμακευτικά), πολύ σύντομα η νικοτίνη δεν θα επηρεάζει  τον οργανισμό σας.